- γλισχρότης
- (-ητος) η1) скупость, скаредность (разг ); 2) незначительность, недостаточность, скудость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλισχρότης — stickiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητα — γλισχρότης stickiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητι — γλισχρότης stickiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητος — γλισχρότης stickiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek